Εγκύκλιος 29 [Πάσχα 2021]

Μᾶς ἀξίωσε καί φέτος ἡ ἄφατος φιλανθρωπία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί καί πονεμένοι, νά φθάσουμε πρό τῶν πυλῶν τῆς φωταυγοῦς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς λαμπροφόρου αὐτῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας.

Δοκιμάζουμε μαζί μέ ὁλόκληρη τή δημιουργία, μαζί μέ τίς ἀγγελικές δυνάμεις, μαζί μέ τόν ὁρατό καί τόν ἀόρατο κόσμο, ἀνέκφραστη χαρά καί ἀγαλλίαση, διότι ὁ Χριστός, ἡ αἰώνια εὐφροσύνη τῶν ψυχῶν, «ἀνέστη τριήμερος» ἀπό τῶν νεκρῶν, γενόμενος «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων»,[1] «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν»,[2] «καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».[3]

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα γεγονός, πού ἱστορικά μέν διαδραματίσθηκε σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, μυσταγωγικά ὅμως ἐξακολουθεῖ νά βιώνεται ἀπό τούς Χριστιανούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὄχι μόνο τήν περίοδο τοῦ Ἱεροῦ Πεντηκοσταρίου, ἀλλά καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους. Γι΄ αὐτό καί κάθε φορά πού τελεῖται τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, «τόν θάνατον Κυρίου καταγγέλλομεν καί τήν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ ὁμολογοῦμεν».[4]

Γινόμαστε, ἔτσι, μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τόν μόνον ἀναμάρτητον» – δηλαδή: «Ἄς προσκυνήσουμε τόν Ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τόν μόνον ἀναμάρτητον, ἄφοῦ εἴδαμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ». Στήν ἀναστάσιμη αὐτή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας μας λέμε «θεασάμενοι» καί ὄχι «πιστεύσαντες», δηλαδή δέν πιστεύουμε ἁπλά ὅτι ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, ἀλλά ΕΙΔΑΜΕ τόν ἴδιο τόν Χριστό ἀναστημένο.

Μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας: οἱ θεοφόροι Ἀπόστολοι. Τό γεγονός αὐτό τό ἔζησαν στή ζωή τους. Εἶδαν τόν Ἀναστημένο Κύριο μέ τά μάτια τους, Τόν ἐψηλάφησαν μέ τά χέρια τους, καί Τόν ἐκήρυξαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καί ἡ μαρτυρία τους εἶναι σαφής καί κατηγορηματική: «ὅ ἀκηκόαμεν καί ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν».[5]

Πρό τῆς Ἀναστάσεως οἱ ἔνδεκα Μαθητές ὑπῆρξαν φοβισμένοι ψαράδες, πού διασκορπίστηκαν καί κρύφτηκαν «ὁ καθένας στό σπίτι του»[6] μετά τή σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ. Ὡς ἄσημοι Γαλιλαῖοι, «ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα»,[7] φοβήθηκαν τήν ἀντικείμενη ἄρχουσα τάξη τῶν Ἰουδαίων καί τούς φανατικούς Φαρισαίους. Ὅμως, μετά τήν Ἀνάσταση καί τίς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ μπροστά τους, τίς ζωντανές συνομιλίες καί τήν συναναστροφή μαζί Του, ἐνδυναμώθηκαν, καί ἄρχισαν μέ παρρησία, μέ θάρρος, μέ τόλμη, μέ δύναμη καί μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα νά κηρύττουν παντοῦ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν «παθόντα καί ταφέντα καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς Γραφάς»,[8] «ὅς ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος».[9]

Μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως, Ἀπόστολος Θωμᾶς, τοῦ ὁποίου κάθε χρόνο ἐνθυμούμαστε «τήν σωτήριον ὁμολογίαν».[10] Ἤθελε νά βεβαιωθεῖ προσωπικά ὁ ἴδιος γιά τό μεγάλο αὐτό γεγονός τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἀναζητοῦσε στά στίγματα τῶν καρφιῶν, ἀπό τά ὁποῖα πέρασε ὁ θάνατος στό σταυρωμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τή βεβαιότητα τῆς ζωῆς.

Καί ἡ καλή αὐτή δυσπιστία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γέννησε πίστη βέβαιη καί ἀκλόνητη: Ὅταν ἐμφανίζεται ὁ Χριστός στό ὑπερῶο τῆς Σιών «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ» καί καλεῖ τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ νά θέσει τόν δάκτυλόν του «εἰς τόν τύπον τῶν ἤλων» (δηλαδή στίς πληγές τῶν καρφιῶν) ἐκεῖνος,  γεμᾶτος θαυμασμό, ἀναφωνεῖ τή σωτήρια ὁμολογία καί, συγχρόνως, μαρτυρία: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Τήν ἀδιαπραγμάτευτη αὐτή μαρτυρία τή σφράγισε μέ τήν ἀνδρεία ἱεραποστολική του δράση στά πέρατα τοῦ κόσμου καί τέλος μέ τόν μαρτυρικό του θάνατο στό ὄνομα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως, ἀκόμη, ἡ Παναγία. Ἐνῶ τά ἱερά κείμενα τῶν Ἁγίων Εὐαγγελιστῶν ἀποσιωποῦν τό γεγονός αὐτό ἤ ἀμυδρά ἀναφέρονται σέ αὐτό, οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τονίζουν τά ἐξῆς: «Τό γάρ τῆς τοῦ Κυρίου ἀναστάσεως εὐαγγέλιον πρώτη πάντων ἀνθρώπων, καθάπερ καί προσῆκον ὑπῆρχε καί δίκαιον, ἡ Θεοτόκος παρά Κυρίου ἐδέξατο».

Πρώτη ἡ Παναγία ἔνοιωσε τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως, ἀφοῦ ἀξιώθηκε νά βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τόν Τάφο τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ὥρα τοῦ σεισμοῦ καί

πρώτη αὐτή νά δεῖ τόν Ἄγγελο Κυρίου, τοῦ ὁποίου «ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών»,[11]

πρώτη αὐτή, νά δεῖ ἀναστάντα τόν Κύριο,

πρώτη νά ἀκούσει τή φωνή Του, τό περίφημο «Χαίρετε»,[12]

καί πρώτη νά πιάσει μέ τά χέρια της τά ἄχραντα ἐκεῖνα πόδια, τά ὁποῖα πρίν ἀπό τρεῖς ἡμέρες τά εἶδε καρφωμένα στό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ.

Εἶναι ἡ «ἄλλη Μαρία» πού ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος.[13] Καί συμπληρώνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος: « . . . Οἱ Εὐαγγελισταί ταῦτα πάντα φανερῶς οὐ λέγουσι, μή θέλοντες τήν Μητέρα προσφέρειν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μή τοῖς ἀπίστοις ὑποψίας ἀφορμήν δῶσιν».

Αὐτή ἡ ἀδιάψευστη μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ συνεχίζεται μέχρι σήμερα στήν Ἐκκλησία μας, ὡς μαρτυρία ζωῆς μέ τό ἦθος καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ζοῦμε καί πολιτευόμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Ἄλλωστε, καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι ἦθος σταυρικό, μαρτυρικό καί ἀναστάσιμο.

Καλούμεθα, λοιπόν, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, πάντοτε ἀλλά ἰδιαιτέρως τήν λαμπρή αὐτήν ἡμέρα, νά γίνουμε μέτοχοι αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.

Καλούμεθα νά γίνουμε μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἀπλῶς ἐξ ἀκοῆς, ἀλλά ἀπό θέας, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μυροφόρες γυναῖκες.

Καλούμεθα νά λάβουμε φῶς, φῶς πού πηγάζει ἀπό τό κενό μνημεῖο, φῶς πού δέν σβήνει ποτέ, φῶς πού ὁδηγεῖ στόν Ἀναστάντα Κύριο καί στήν ἀτέλειωτη εἰρήνη καί χαρά, πού μόνον Αὐτός προσφέρει πλουσιοπάροχα καί δωρεάν.

Καλούμεθα νά γίνουμε φῶς καί νά πορευόμαστε στήν καινούργια ζωή πού μᾶς δώρισε ὁ Χριστός, ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρει ἀπό τήν ἁγιοπνευματική του ἐμπειρία ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος:  ” ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν “.

Τή φωτόλουστη αὐτή νύκτα, πού τό Φῶς ἀνέστη καί τά «πάντα πεπλήρωται φωτός, ὁ ούρανός καί ἡ γῆ καί τά καταχθόνια», σᾶς ἀπευθύνω τίς πλέον ἐγκάρδιες καί θερμότατες εὐχές μέσα ἀπό τήν καρδιά μου, πού πονᾶ γιά τούς εὐγενεῖς καί ἀγωνιστές κατοίκους τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ἐπαρχίας.

Νά ἔχουμε ἀκλόνητη ὑγεία, δύναμη, ἐνίσχυση καί φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Νά γίνουμε φῶς! Νά γίνουμε ἀναστάσιμες λαμπάδες! Νά γίνουμε φῶς ἐλπιδοφόρο γιά νά σκορπίσουμε ἄπλετο φῶς στήν ἀσέληνη νύκτα τῆς ἐποχῆς μας.

Εὐχές πρός τόν Ἀναστάντα Κύριο

Ο   Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ   Σ Α Σ

Ο  ΣΙΣΑΝΙΟΥ  ΚΑΙ  ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


[1] Ρωμ. 15,20

[2] Κολ. 1,18

[3] Ἀπολυτίκιον ἑορτῆς Ἀναστάσεως

[4] Εὐχή πρό τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων στή Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πρβλ. καί Α΄ Κορ. 11,26

[5] Α΄ Ἰω. 1,1-3

[6] Ἰω. 17,32

[7] Ματθ. 9,36

[8] Σύμβολον τῆς πίστεως

[9] Ἰουδ. 20

[10] Συναξάριον Κυριακῆς Ἀντίπασχα

[11] Ματθ. 28,3

[12] Ματθ. 28,9

[13] Ματθ. 28,1