Εγκύκλιος 19 [Δεκαπενταύγουστος 2020]

Σεβαστοί Πατέρες, (Σεβαστές Γερόντισσες),

Ἐγκωμιάζοντας, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί καί συνεορταστές, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ὁποίας τή σεβάσμια Κοίμηση καί τήν εἰς οὐρανούς μετάσταση ἑορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, λέγει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά : «Δέν ὑπάρχει κανείς ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θά μπορέσει νά ἐγκωμιάσει ἐπαξίως τήν ἱερά κοίμηση καί τήν εἰς οὐρανούς μετάσταση τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἐάν ἔχει μύριες γλῶσσες καί ἄλλα τόσα στόματα … διότι, ἡ κοίμηση αὐτή ὑπερβαίνει ὅλα τά καθιερωμένα ἐγκώμια. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι ἀγαπητό καί εὐπρόσδεκτο στόν Θεό κάθε τί πού προσφέρεται μέ ἱερό πόθο καί ἀγαθή διάθεση, ἡ δέ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ ὅσα εἶναι ἀγαπητά καί ποθητά στόν Υἱό της, ἄς προσπαθήσουμε νά τήν ἐγκωμιάσουμε … ζητώντας βοήθεια ἀπό τόν Θεό Λόγο, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε ἀπό αὐτήν»[1].

Θά ἤθελα, λοιπόν, αὐτήν τή μεγάλη ἡμέρα τῆς πίστεώς μας, πού ἑορτάζεται μέ ἰδιαίτερη μεγαλοπρέπεια στόν τόπο μας ὁ ὁποῖος φιλοξενεῖ ἀμέτρητα ἐκτυπώματα καί σεβάσμια προσκυνήματα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπως στήν Ἱερά Μονή τοῦ Μικροκάστρου τή θαυματόβρυτο εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσας, νά μεταφέρω στήν ἀγάπη σας ἕναν λόγο δανεισμένο ἀπό τόν Ἅγιο Γερμανό Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Μιλώντας γιά τήν Παναγία, τήν ὀνομάζει μητέρα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. «Σύ γάρ εἶ τῆς ὄντως ἀληθινῆς ζωῆς ἡ μήτηρ».

Πρῶτον. Ἡ Παναγία εἶναι μητέρα τῆς ζωῆς. Εἶναι αὐτή πού ἔφερε στόν κόσμο τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό, καί χάρισε στό ἀνθρώπινο γένος τήν ἀληθινή ζωή. Ἄλλωστε, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι ἀποκαλυπτικός στό σημεῖο αὐτό : «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή»[2]. Καί, ἐνῶ ἡ Εὕα διά τῆς παρακοῆς της κόβει τό νῆμα τῆς ζωῆς καί εἰσέρχεται ὁ θάνατος καί ἡ φθορά στό ἀνθρώπινο γένος, ἡ νέα Εὕα (ἡ Θεοτόκος) ἀναλαμβάνει τόν ρόλο πού ἀπέρριψε ἡ τραγική προμήτωρ καί διά τῆς ὑπακοῆς της γίνεται ἡ ὄντως μητέρα τῆς ζωῆς.

Ἔτσι, στά πανάχραντα σπλάχνα της ἐκ Πνεύματος Ἁγίου κυοφορεῖ τόν Ζωοδότη καί Λυτρωτή τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δέ Θεία Γέννησή Του εἶναι ἔξω ἀπό τά ὅρια καί τά μέτρα τῆς ἀνθρώπινης γεννήσεως, ἀφοῦ στό πρόσωπο τῆς Παναγίας ἑνώνονται ἀνερμήνευτα καί παράδοξα ἡ μητρότητα καί ἡ παρθενία. Αὐτό τό γεγονός τό ἀποδίδει θαυμάσια ὁ ἱερός ὑμνογράφος, τονίζοντας  : «Ἀλλότριον τῶν μητέρων ἡ παρθενία, καὶ ξένον ταῖς παρθένοις ἡ παιδοποιΐα· ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε, ἀμφότερα ᾠκονομήθη· διό σε πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς ἀπαύστως μακαρίζομεν»[3].

Δεύτερον. Ἡ Παναγία, ὡς μητέρα τῆς ζωῆς, μᾶς τρέφει μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἐκείνη φιλοξένησε στά πανάχραντα σπλάχνα της. Αὐτό τό Ἄχραντο Σῶμα καί αὐτό τό Τίμιο Αἷμα, δέν μᾶς χαρίζει ἁπλῶς κάποιες δωρεές, ἀλλά μεταμορφώνει τή ζωή μας: «τήν κάνει ρωμαλέα καί ἁγνή. Αὐτό τό Αἷμα ζωντανεύει σέ ἐμᾶς τή βασιλική εἰκόνα. Αὐτό τό Αἷμα γεννᾶ ἀπερίγραπτο κάλλος, γίνεται ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, μέ αὐτό λούζεται ἡ ψυχή μας καί στολίζεται καί μέ αὐτό φλέγεται. Χάρη σέ αὐτό τό Αἷμα, ὁ νοῦς μας γίνεται λαμπρότερος ἀπό τή φωτιά καί ἡ ψυχή μας ἀκτινοβολεῖ περισσότερο ἀπό τό χρυσάφι. Γι’ αὐτό καί, εὐθύς ἀμέσως μετά τή Θεία Εὐχαριστία, τήν εὐχαριστοῦμε καί τήν εὐγνωμονοῦμε, γιατί μᾶς ἀξίωσε “κοινωνούς γενέσθαι τοῦ Ἀχράντου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της”». Ἄλλωστε, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πρίν ἀπό τή Θεία Κοινωνία, τήν προβάλλουμε «ὡς κραταιάν μεσίτριαν» καί δεόμαστε «εὐμενῶς» νά παρακαλέσει μέ τή μητρική της παρρησία τόν Υἱό καί Θεό της, προκειμένου ἀξίως νά κοινωνήσουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Τρίτον. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μητέρα τῆς ζωῆς, ἀφοῦ :

Μᾶς ἔφερε τήν πηγή τῆς ζωῆς,

Μᾶς συντηρεῖ σέ αὐτήν τή ζωή,

Μᾶς χαρίζει καί τήν αἰώνια ζωή.

Ἐάν, ὅσο ζοῦσε ἦταν πραγματικά ἕνας ἐπίγειος οὐρανός, ἀνάλογη εἶναι καί ἡ θέση της κοντά στόν Θρόνο τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Γι’ αὐτό στήν κοίμησή της προεξάρχει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ἄχραντη γαστέρα της. Εὔστοχα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στόν ἐγκωμιαστικό του λόγο στήν Κοίμηση τῆς Παναγίας, ἀπευθύνεται στόν Δεσπότη Χριστό καί Τοῦ λέει :  «Κατέβα Κύριε γιά νά ἀποδώσεις στή μητέρα Σου, πού τῆς εἶσαι τόσο πολύ ὑποχρεωμένος, ὅ,τι τῆς χρωστᾶς γιά τήν ἀνατροφή Σου… Κάλεσε τή μητέρα Σου μέ ἕνα γλυκό ψιθύρισμα·  ἐλθέ ἡ καλή πλησίον μου… μοῦ μετέδωσες τά δικά σου, ἔλα νά ἀπολαύσεις τά δικά μου… ἔλα νά βασιλεύσεις μαζί μέ Ἐμένα πού ταπεινά γεννήθηκα ἀπό ἐσένα καί ταπεινά ἔζησα μέ ἐσένα»[4].

Παρακαλοῦμε, λοιπόν, τήν Παναγία νά μεσιτεύει γιά τή σωτηρία μας, διότι κατάματα βλέπει τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Ἄλλωστε, «πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου»[5]. Τό ἴδιο παρακαλοῦσαν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα οἱ νεοφανεῖς φωστῆρες τῆς Ἁγιορειτικῆς Πολιτείας, ὁ Ὅσιος Παΐσιος, ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, οἱ ὁποῖοι ἱκέτευαν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ δάκρυα νά μεσιτεύσει στόν Υἱό καί Θεό της, προκειμένου νά τούς χαρισθεῖ ἡ αἰώνια μακαριότητα.

Ἔτσι καί ἐμεῖς, τά παιδιά της, ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες τοῦ δεκαπενταυ–γούστου πού προηγήθηκαν, μέ νηστεία καί προσευχή, ἀπευθυνόμενοι στήν ἁγία της μορφή, ψάλαμε μαζί μέ τόν ἱερό ὑμνογράφο : «Καί Σέ μεσίτριαν ἔχω, πρός τόν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μοῦ ἐλέγξῃ τάς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει»[6].

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Καί πάλι σήμερα καταφεύγουμε στίς πολλές πρεσβεῖες τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἐμεῖς ἰδιαιτέρως, πού κατοικοῦμε στό ἔνδοξο αὐτό κομμάτι τῆς ἑλληνικότατης Μακεδονίας μας, ἔχουμε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά τή συναντοῦμε συχνά καί νά ἀσπαζόμαστε τιμητικά καί εὐλαβικά τήν ἁγία της μορφή στό εὐλογημένο καταφύγιο τοῦ Μικροκάστρου, ἀλλά καί στά ὑπόλοιπα προσκυνήματα τοῦ τόπου μας καί γενικότερα τῆς πατρίδας μας καί νά δεχόμαστε «Τόν ποταμόν, τόν γλυκερόν τοῦ ἐλέους σου, τόν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα, τήν παναθλίαν καί ταπεινήν, Πάναγνε, ψυχήν μας»[7].

Αὐτή μᾶς φύλαξε κατά τόν καιρό τῆς πανδημίας πού ἔπληξε τήν πατρίδα μας, ἀλλά καί ὁλόκληρο τόν πλανήτη. Αὐτή, ἀκόμη, ὑπόσχεται νά μᾶς σκεπάζει μέ τόν μανδύα τῶν ἱκεσιῶν της, ἐάν ἐμεῖς βεβαίως τό θελήσουμε, βάζοντας ὡς θεμέλιο τῆς ζωῆς μας τό πρόσωπο Χριστοῦ, καθώς μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος : «θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός»[8].

Αὐτή εὔχομαι νά εἶναι ἡ ὁδηγός τῆς ζωῆς μας, ἡ κυβερνήτις τοῦ βίου μας καί, μέ τίς ἐπίμονες δεήσεις της, νά ἱκετεύει τόν Δεσπότη Χριστό γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας καί ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας, κυρίως ὅμως γιά τήν κραταιά προστασία Του στήν πολύπαθη πατρίδα μας τίς δύσκολες αὐτές ὧρες.

Χρόνια πολλά, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Ἡ Παναγία, ἡ πηγή τῆς ζωῆς, νά μᾶς χαρίσει τήν αἰώνια ζωή καί τήν ἀτέρμονη Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν

Εὐχέτης πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο

Ο   Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ   Σ Α Σ

Ο  ΣΙΣΑΝΙΟΥ  ΚΑΙ  ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


[1] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἐγκώμιον δεύτερον εἰς τήν ἔνδοξον κοίμησιν τῆς Παναγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 9,273.

[2] Ἰω. 11,25.

[3] Εἱρμός ἀντί τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν» στήν ἑορτή τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου.

[4] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἐγκώμιον τρίτον εἰς τήν ἔνδοξον κοίμησιν τῆς Παναγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 9,327-329.

[5] Θεοτοκίον ΣΤ’ ὥρας.

[6] Ἐξαποστειλάριο.

[7] Μέγας Παρακλητικός Κανών εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.

[8] Α’ Κορ. 3,11.