Καί πάλι, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, βρίσκεται ἐνώπιόν μας ἡ φωταυγής καί σεβάσμια ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα ἀπό τήν πικρία καί τήν ἄσκηση στήν ἁλμυρή ἔρημο τῆς περιόδου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἔπειτα ἀπό δυσκολίες καί πειρασμούς πού ἀντιμετωπίσαμε καί συνεχίζουμε νά ἀντιμετωπίζουμε ὅλοι ἐξαιτίας τῆς λοιμικῆς ἀσθενείας πού φυγάδευσε τήν ἐσωτερική μας ἠρεμία, τήν ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί ἴσως καί τήν ἐμπιστοσύνη μας στόν Θεό, ἑορτάζουμε τό Ἅγιον Πάσχα, τό ἡμέτερον Πάσχα, τό τερπνόν καί πανσεβάσμιον, πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ὁ θάνατος καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ ἀναμάρτητου Κυρίου γιά τήν δική μας σωτηρία. «Καί γάρ τό πάσχα ἡμῶν ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός»[1], θά μᾶς ὑπενθυμίσει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος.
Ἔτσι, ἡ ἑορτή αὐτή γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι «ἡ τῆς εἰρήνης ὑπόθεσις, ἡ τῆς καταλλαγῆς ἀφορμὴ, ἡ τῶν πολέμων ἀναίρεσις, ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις, ἡ τοῦ διαβόλου ἧττα»[1].
Εἶναι ἡ ἀπαρχή μίας ἄλλης βιοτῆς, ὅπως θά ψάλλει πανηγυρικά ὁ θεόπνευστος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὁ Χριστός, μέ τόν ἑκούσιο θάνατό Του ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ καί μέ τήν ζωηφόρο Ἀνάστασή Του κατήργησε τήν κυριαρχία τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, καί μᾶς χάρισε καί μία καινούρια ζωή. Σ’ αὐτήν ἀναφέρεται ὁ πνευματέμφορος Ἀπόστολος Παῦλος : «Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν»[2],
Καταλαβαίνουμε αὐτήν τήν καινούρια ζωή, πού εἶναι δῶρο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐάν πρῶτον, τήν συγκρίνουμε μέ τήν πρό τῆς Ἀναστάσεως ζωή τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μέσα στόν φόβο καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, χωρίς τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἦταν δεμένοι μέ τόν βαρύ κλοιό τῆς ἁμαρτίας[3] καί ζοῦσαν κάτω ἀπό τήν ἐξουσία της[4] χωρίς νά ἔχουν τή δυνατότητα τῆς λυτρώσεως. Μέσα στίς καρδιές τους βασίλευαν θανάσιμα μίση, δυσθεράπευτα πάθη, ἀλλά καί ποταμοί αἱμάτων οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦσαν καθημερινά τόν ἄνθρωπο στήν ἀποκτήνωση[5]. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας λέγει ὅτι ὁ Χριστός «εὗρεν ἀποκτηνωθέντα τόν ἄνθρωπον»[6]. Ἦταν ἔτσι ἕνας κόσμος σαπισμένος ἀπό τήν φθορά τῆς ἁμαρτίας καί πεπαλαιωμένος.
Ὅλα αὐτά, ὅμως, κάποια στιγμή ἔπαυσαν. Ὁ Χριστός ἐπάνω στό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔσχισε τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Διά τοῦ ἰδίου αἵματος καί τῶν ἰδίων δακτύλων ὑπέγραψε τήν ἐλευθερία μας ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας. «Μᾶς ὁδήγησε στόν χῶρο ὅπου κυριαρχεῖ τό ζωοποιό Πνεῦμα καί μᾶς ἀπελευθέρωσε ἀπό τήν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου»[7]. Ἀνέστη τριήμερος καί διέλυσε τό βασίλειο τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους, ἀφοῦ «ἐπί τόν Ἅδην τό φῶς, ἐπί τόν θάνατον ἡ ζωή, ἡ Ἀνάστασις διά τούς πεσόντας»[8]. Γι’ αὐτό καί σήμερα, ἐμεῖς βροντοφωνάζουμε: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Δεύτερον. Αὐτή ἡ καινούργια βιοτή, τήν ὁποία ὁ Δεσπότης Χριστός μᾶς χάρισε μέ τή νίκη ἐπί τοῦ θανάτου, φαίνεται περίτρανα στήν μετά Χριστόν ἐποχή. Παρουσιάζεται στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων μας, στά πρόσωπα τῶν Μαρτύρων, τῶν Νεομαρτύρων καί τῶν Ὁσίων, τῶν νεοφανῶν Ἁγίων τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀποτελοῦν μία ἀδιάψευστη μαρτυρία ὅτι «ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται»[9]. Καί αὐτή ἡ νέα ζωή:
Εἶναι ἡ ζωή τῆς πίστεως, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἐλπίδας.
Εἶναι ἡ ζωή τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας του ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἡ ζωή τῆς ταπείνωσης, τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας.
Εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού γίνεται ζωή τῶν ἀνθρώπων τῆς κάθε ἐποχῆς.
Εἶναι ἡ χριστοζωή ὅλων ἐκείνων, πού θέλουν νά ἔχουν μέσα στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς τους τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι μία ζωή γεμάτη ἀπό τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γι’ αὐτό τά πρόσωπα ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων λάμπουν «ὑπέρ τόν ἥλιον». Τέτοιες μορφές, ὅπως οἱ Ἅγιοι, ζυμώνουν ὅλο τό φύραμα τῆς κοινωνίας.
Τρίτον. Ἡ νέα αὐτή ζωή εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς ἄλλης ζωῆς, τῆς πέραν τοῦ τάφου ζωῆς, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει λύπη, πόνος, καί στεναγμός ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος. «Σκέψου», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, «πώς ἡ ζωή δέν σταματᾶ στόν θάνατο, συνεχίζεται πέραν τοῦ τάφου, μέ ἄλλη μορφή… Μία εἶναι ἡ ζωή… Κι ἄν ζοῦμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐδῶ στή γῆ, θά μᾶς φανερώσει πῶς θά εἴμαστε μετά θάνατον… Ὁ Παράδεισος εἶναι μέσα μας… Ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός… Κι ὅποιος ἀγαπήσει τόν Χριστό καί βάλει τόν Χριστό μέσα του, ἔχει τόν Παράδεισο. Ζεῖ τότε πράγματα πού δέν λέγονται. Ὁ Παράδεισος εἶναι ἡ μυστική εὐδαιμονία πού νοιώθει ἡ ψυχή ἐν τῷ Θεῷ»[10].
Καλούμαστε, λοιπόν, νά ζήσουμε αὐτήν τήν καινούργια ζωή, τη νέα βιοτή, τή ζωή τοῦ Πνεύματος, τή ζωή τῆς Ἀναστάσεως, τή ζωή τοῦ Φωτός.
Καλούμαστε, νά δείξουμε φιλοτιμία, ἀντάξια τοῦ μεγέθους αὐτῆς τῆς ὕψιστης δωρεᾶς, τήν ὁποία μᾶς χάρισε ὁ Χριστός καί νά ἀγωνιζόμαστε φιλότιμα.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἶναι ὁ βαθύς πόθος μας. Τό καθημερινό μας μέλημα καί αἴτημα: «νά μᾶς συνάψει ὁ Χριστός στήν λογική Του ποίμνη καί νά μᾶς ἀναδείξει μετόχους τῆς Βασιλείας Του»[11]. Δέν πρέπει νά μᾶς φοβίζουν οἱ ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς αὐτῆς, οὔτε τό ρεῦμα τοῦ κόσμου νά μᾶς δένει μέ τά ἀπατηλά ὄνειρα τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, ἀλλά ζώντας ἑνωμένοι μέ τό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, νά προγευόμαστε τά ἀγαθά, τά ὁποῖα ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός «τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»[12].
Αὐτήν τήν ἐπιφανῆ ἡμέρα τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία μᾶς χάρισε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, σᾶς ἀγκαλιάζω ὅλους μέ τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης μου καί σᾶς εὔχομαι, ἀδελφικά καί πατρικά, στόν καθένα ξεχωριστά, στίς εὐλογημένες οἰκογένειές σας, στούς ἄρχοντες τοῦ τόπου μας, στά ἀπόδημα παιδιά μας, πλούσια τήν εὐλογία τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εὔχομαι στίς Μοναστικές Ἀδελφότητες πού στολίζουν κυριολεκτικά τήν μικρή αὐτή ἐπαρχία μας, μέ τήν εὐσέβεια καί τήν εὐλάβεια πού διαθέτουν καί καθιστοῦν τόν τόπο μας ζηλευτό ἐν Κυρίῳ, νά διατηροῦν ἀκμαῖο τό ὀρθόδοξο φρόνημα, νά προγεύονται τά ἀγαθά τῆς ἄλλης βιοτῆς καί νά τά μεταλαμπαδεύουν στίς κουρασμένες ψυχές τῶν συνανθρώπων μας, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν καταφύγιο καί παρηγοριά σέ αὐτούς τούς ἱερούς τόπους.
Συμπλήρωσα ἕνα χρόνο κοντά σας. Καί δέν σᾶς ἀποκρύπτω ὅτι χαίρομαι καί καυχῶμαι μέ τήν πνευματική σας πρόοδο, μέ τήν ἀγάπη τήν ὁποία διαθέτετε καί γιά ὅλα τά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα σᾶς προίκισε ὁ Θεός.
Αὐτήν τήν δύσκολη, λοιπόν, περίοδο, πού διανύει ἡ πατρίδα μας καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος,
αὐτήν τήν ἐποχή, πού οἱ Ναοί μας καί τά Μοναστήρια μας εἶναι ἀπρόσιτα στόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ,
αὐτήν τήν χρονική στιγμή, πού λατρεύουμε τόν Ἀναστάντα Κύριο στά σπίτια μας ἀντί νά Τόν δοξολογοῦμε στίς ἐκκλησίες μας,
ἑνώνω κι ἐγώ μαζί μέ σᾶς τήν προσευχή, πού ἀνεβαίνει «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις»[13] πρός τόν Οὐρανό,
ὑψώνω μαζί σας τά χέρια μου πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ζητώντας, μέ πόνο ἀλλά καί μέ ἐλπίδα, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ,
δέομαι μαζί σας καί μέ συντριβή καρδίας πρός τόν Φιλάνθρωπο Κύριο νά μᾶς συγχωρήσει καί νά μᾶς εὐσπλαχνισθεῖ, ἀφοῦ «συγγνώμη ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε»,
κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς τά λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Μή ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε· ὁ Θεός μου, μή ἀποστῇς ἀπ΄ ἐμοῦ. Πρόσχες εἰς τήν βοήθειά μου, Κύριε, τῆς σωτηρίας μου».[14]
Ἔχετε τίς θερμότατες καί ἐγκάρδιες εὐχές μου.
Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, Χριστός Ἀνέστη!
Εὐχέτης πρός τόν Ἀναστάντα Κύριο
Ο Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ Σ Α Σ
Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
[1] Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Λόγος εις το Άγιον Πάσχα, ΕΠΕ 36,70.
[2] Ρωμ. 6,4.
[3] «ἆρον τὸν κλοιὸν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας», Μέγας Κανών.
[4] Ρωμ. 8,9
[5] Ρωμ. 1,24
[6] Άγιος Κύριλλος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. β΄, ΕΠΕ 25,178.
[7] Ρωμ. 8,2
[8] Αίνοι βαρέως ήχου.
[9] Κατηχητικός λόγος Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
[10] Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Βίος και Λόγοι, εκδ. Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά 2015, σ.σ. 633-634.
[11] Ευχή προ της Απολύσεως, Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.
[12] Α΄ Κορ. 3,9
[13] Ρωμ. 8,26
[14] Ψαλμ. 37,23