Εγκύκλιος 22 [Προ Χριστουγέννων 2020]

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Διανύουμε ἤδη τήν εὐλογημένη περίοδο τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων καί προετοιμαζόμαστε νά ὑποδεχθοῦμε στήν καρδιά μας τόν «σαρκί νηπιάσαντα Ἰησοῦν Χριστόν». Καί αὐτή ἡ περίοδος συγκινεῖ ἰδιαιτέρως ὅλους ἐμᾶς τούς Χριστιανούς διότι:

Πρῶτον. Πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ἡ Γέννηση, δηλαδή, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ μητρόπολη ὅλων τῶν ἑορτῶν, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται. Ὁ Ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ Ἄχρονος ἀποκτᾶ ἀρχὴ. Ἐκεῖνος πού μᾶς ἔδωσε τὴ ζωή, λαμβάνει δούλου μορφὴ καὶ γίνεται ἄνθρωπος στὰ πανάχραντα σπλάχνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἀληθινὴ ζωὴ, τὴν ὁποία χάσαμε μὲ τὴν ἁμαρτία.

Χριστούγεννα! Το μεταίχμιο μεταξύ δύο κόσμων. Ὁ πρό Χριστοῦ κόσμος, ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ θάνατος, τό σκοτάδι, ὁ διάβολος, τό ψεῦδος καί ἡ ἐκμετάλλευση, καταργεῖται. Ἀνατέλλει ὁ μετά Χριστόν κόσμος, ὅπου ὁ Θεός μᾶς χάρισε τήν ἀνάσταση, τό φῶς, τόν Παράδεισο, τή σταυρική ἀγάπη, τήν ἀλήθεια, τή ζωή.

Χριστούγεννα! Μᾶς θυμίζουν τή χαμένη ἀθωότητα, τή λησμονημένη ταπείνωση, τήν ἀνεκδιήγητη χαρά, τήν πολυπόθητη ἁπλότητα, τήν καθαρή καρδιά, τήν ἀμόλυντη πίστη καί τήν ἄδολη ἀγάπη πού εἴχαμε ὅταν ἤμασταν παιδιά, ὡς δῶρο τῆς θείας χάριτος λόγῳ τῆς παιδικῆς μας ἀνεξικακίας. Μᾶς θυμίζουν τόν δρόμο πού χάσαμε, τόν προορισμό πού λησμονήσαμε, τή ζωή πού ἀφήσαμε, τόν Θεό πού ἐγκαταλείψαμε. Κι ὅσο κι ἄν προσπαθοῦν κάποιοι νά καλύψουν τό κενό τῆς ψυχῆς τους μέ γήινα φῶτα καί προσωρινές ἀπολαύσεις, μέ γλέντια, κραιπάλες και ἁμαρτωλές συνήθειες, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ γεννᾶ σκοτάδι μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.

Δεύτερον. Ἡ περίοδος αὐτή ἔχει μία ἀκόμη ξεχωριστή εὐλογία. Πανηγυρίζουμε τίς μνῆμες μεγάλων Ἁγίων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας καί τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου τῶν Θαυματουργῶν. Οἱ λαοφιλεῖς αὐτοί Ἅγιοι συμπαρίστανται καθημερινά, σκέπουν καί προστατεύουν ὅλους ὅσους μέ πίστη προστρέχουν στίς πρεσβεῖες καί στίς μεσιτεῖες τους στόν Θρόνο τῆς Θείας Μεγαλωσύνης.

Ἑορτάζοντας καί τιμῶντας τούς Ἁγίους αὐτούς ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά ἀναπροσαρμόζουμε τή ζωή μας σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τῶν ἁγίων αὐτῶν μορφῶν τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι τό ζωντανό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι το Εὐαγγέλιο εἶναι  ἐφαρμόσιμο σέ κάθε εποχή καί συγχρόνως ὅτι εἶναι καί ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς γνήσιος φύλακας καί συνεχιστής τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῶν Εὐαγγελικῶν ἐπιταγῶν εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων πού θέλουν νά σωθοῦν ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Γιά νά ἀντιγράψουμε τή ζωή τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, καί νά ἔχουμε τή δυνατότητα νά ζοῦμε κάθε μέρα τή χαρά τῶν Χριστουγέννων («ἀεί Χριστούγεννα»-«γιά πάντα Χριστούγεννα» θα πεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος), ὀφείλουμε νά ἀλλάξουμε κατεύθυνση ζωῆς καί νά στρέψουμε τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδιᾶς μας πρός τόν Οὐρανό. Δέν ὠφελεῖ νά ζοῦμε καθημερινά σύμφωνα μέ τό θέλημα τῆς σαρκός καί μέ γνώμονα τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες μας. Εἶναι λυπηρό νά «ἔχουμε ὑποδουλώσει ὅλο τό εἶναι μας σέ πάθη καί πράξεις ἀντίθετες στό θεϊκό θέλημα, μέ ἀποτέλεσμα νά ζοῦμε ἀντίθετα πρός τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ»,[1] οἱ ὁποῖες «βαρεῖαι οὐκ εἰσί».[2]

Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἀναφέρει χαρακτηριστικά πώς «γι΄ αὐτό ὁ Θεός ἔστειλε στόν κόσμο τόν Υἱό Του, πού γιά νά νικήσει τήν ἁμαρτία πῆρε σάρκα ὅμοια μέ τή δική μας τήν ἁμαρτωλή, χωρίς ὅμως τήν ἁμαρτία. Μ΄ αὐτόν τόν τρόπο καταδίκασε τήν ἁμαρτία ἐκεῖ ἀκριβῶς πού αὐτή ἐκδηλώνεται».[3] Καί συνεχίζει ὁ μέγιστος τῶν Ἀποστόλων: «Οἱ ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι διαπνέονται ἀπό ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες, ἐνῶ οἱ ἀναγεννημένοι ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα ἀκολουθοῦν τίς προσταγές τοῦ Πνεύματος. Οἱ ἐπιθυμίες τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ὁδηγοῦν στόν θάνατο. Ἀντίθετα, ὅποιος διαπνέεται ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Πνεύματος, ὁδηγεῖται στή ζωή καί στήν εἰρήνη. … Πραγματικά, ὅσοι καθοδηγοῦνται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αὐτοί εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ».[4]

Ἀδελφοί μου συναμαρτωλοί,

Κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς προετοιμασίας γιά τήν ἐπικείμενη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, ἡ πατρίδα μας καί ὁλόκληρος ὁ κόσμος ζοῦν ἕναν ἐφιάλτη. Ἡ ἐπιδημία τοῦ κορωνοϊοῦ ἔχει στείλει πολλούς συνανθρώπους μας στόν τάφο, κι ἔχει ἀναγκάσει ἑκατομμύρια ἄλλους σέ κατ΄ οἶκον περιορισμό. Καί, ἐνῶ οἱ ἰθύνοντες, οἱ ἀρμόδιοι ἐπιστήμονες καί οἱ λειτουργοί τοῦ τομέως τῆς ὑγείας κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά τόν περιορισμό τῆς ταχείας ἐξαπλώσεως τῆς νόσου, φθάνοντας πολλές φορές στά ὅρια τῶν δυνάμεών τους, ἔχουμε ξεχάσει ὅτι ὁ μεγάλος ἰατρός, ὁ κύριος τῆς ἱστορίας καί τῆς δημιουργίας, ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής μας εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Αὐτός μᾶς ἐνδυναμώνει! Σέ Αὐτόν εἶναι ἡ ἐλπίδα μας! Σέ Αὐτόν προσευχόμαστε! Σέ Αὐτόν προστρέχουμε! Σέ Αὐτόν ἐλπίζουμε!

Αὐτόν λατρεύουμε! Αὐτόν ἐμπιστευόμαστε! Αὐτόν προσκυνοῦμε! Αὐτόν πού ἔχουμε ξεχάσει· Αὐτόν πού ἔχουμε βγάλει ἀπό τή ζωή μας· Αὐτόν πού συνεχίζει νά μᾶς ἀγαπᾶ καί νά μᾶς συντηρεῖ.

Ἄς ἐπιστρέψουμε στή λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἄς ἀφήσουμε τά εἴδωλα τῆς ἐποχῆς μας καί κυρίως τόν ὑπερφίαλο καί θανατηφόρο ἐγωισμό μας.

Ἄς μετανοήσουμε! Καί Μετάνοια σημαίνει ἐπιστροφή στόν Θεό.

Μετάνοια, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δέν εἶναι μία ἀπλή ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό καλύτερο, ἀλλά ἡ ὁλοκληρωτική ἀνακαίνισή του. Εἶναι «ἄφιξή» μας στόν Θεό.

Μετάνοια εἶναι ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή δουλεία τῶν παθῶν καί ἡ ἐπιστροφή στόν πατρικό οἶκο.

Μετάνοια, ἀκόμη, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σημαίνει ἀνανέωση τοῦ Βαπτίσματος καί συμφιλίωση μέ τόν Χριστό μέ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρός τά παραπτώματά μας. Καί συμπληρώνει: «Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Ἀγγέλων εἶναι τό νά μήν πέφτουν στήν ἁμαρτία . . . Τῶν ἀνθρώπων γνώρισμα εἶναι τό νά πέφτουν, ἀλλά καί νά σηκώνονται πάλι ὅταν πέσουν. Μόνο στούς δαίμονες συμβαίνει, ἀφοῦ μία φορά ἔπεσαν, νά μήν ὑπάρχει πλέον περίπτωση νά σηκωθοῦν».

Ρώτησαν  κάποτε τόν Ἀββᾶ Ποιμένα: “Τί εἶναι μετάνοια; ” Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Μετάνοια εἶναι ἡ σταθερή ἀπόφαση νά μήν ἐπαναλάβεις τήν ἁμαρτία”.

Ἄς προχωρήσουμε, λοιπόν, στή γλυκιά μετάνοια.

Ἄς ἀφήσουμε πίσω μας τόν παλαιό ἑαυτό μας.

Ἄς λυγίσουμε τά γόνατα καί ἄς παρακαλέσουμε τή Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά καί δική μας Μητέρα, γιά τή σωτηρία τήν προσωπική, τήν οἰκογενειακή, γιά τή σωτηρία τῆς πατρίδος μας καί ὅλου τοῦ κόσμου.

Ἄς προσευχηθοῦμε πρός τούς Ἁγίους μας γιά νά μᾶς ἐνδυναμώσουν στόν πνευματικό ἀγῶνα, μέ σκοπό νά καθαρισθεῖ ἡ ψυχή μας ἀπό τά πάθη καί νά δοῦμε τό Φῶς τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Ἄς ἀγωνισθοῦμε τόν ἀγῶνα τόν καλόν,[5] διότι «μεθ΄ ἡμῶν ὁ Θεός, γνῶτε ἔθνη καί ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ΄ ἡμῶν ὁ Θεός».[6]

Καί μέ ὑπομονή ἄς «ζήσουμε ζωή ἀντάξια τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, νά εἴμαστε σταθεροί στήν πίστη καί νά μᾶς ἑνώνει τό ἴδιο πνεῦμα, ὅτι ἀγωνιζόμαστε σάν ἕνας ἄνθρωπος γιά τήν πίστη τοῦ εὐαγγελίου»[7] καί γιά τό καλό τῆς κοινωνίας.

Καλή μετάνοια, ἀδελφοί μου, πρῶτα ἐμεῖς οἱ Κληρικοί,

Καλόν ἀγῶνα τήν περίοδο αὐτή.

Καλή ὑπομονή στίς θλίψεις καί στίς δοκιμασίες.

Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. «Εἰ ὁ Θεός μεθ΄ ἡμῶν, οὐδείς καθ΄ ἡμῶν».

 

Εὐχέτης προς τον Εὔσπλαχνο Σωτῆρα καί Λυτρωτή Ἰησοῦ

Ο   Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ   Σ Α Σ

Ο  ΣΙΣΑΝΙΟΥ  ΚΑΙ  ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


[1] Ρωμ. 6,19

[2] Α’ Ἰω. 5,3

[3] Ρω. 8,3

[4] Ρωμ. 8,5-6 & 13-14

[5] Β΄ Τιμ. 4,7

[6] Ἠσ. 8,9

[7] Φιλιπ. 1,27