Εγκύκλιος 27 [Κυριακή Ορθοδοξίας 2021]

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἡ Πρώτη Κυριακή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στή γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε τήν ἀναστήλωση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ἀλλά καί γενικότερα τόν θρίαμβο τῆς ὀρθοδό-ξου πίστεώς μας κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων καί τῶν κακοδοξιῶν.

Πανηγυρίζουμε τήν περίλαμπρη νίκη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἐνάντια σέ κάθε ἀντίθεη δύναμη, πού προσπάθησε κατά καιρούς νά ἐκπορθήσει τό ἀσάλευτο κάστρο της καί νά συλλήσει τόν πολύτιμο θησαυρό πού κατέχει ἀπό τόν Θεῖο Ἱδρυτή της καί πού εἶναι ἡ «ὀρθόδοξος πίστις».

Σάν σήμερα, τόν Μάρτιο τοῦ ἔτους 843 μ.Χ., εἴχαμε τόν τερματισμό τῶν ταραχῶν πού προκλήθηκαν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ὠμή ἐπέμβαση τῆς Πολιτείας στήν ζωή της καί μάλιστα μέ τήν προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς ἑρμη-νείας τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως μέ τόν δικό της κοσμικό τρόπο.

Πρῶτον. Οἱ εἰκονομάχοι, πού θέλησαν νά ἀλώσουν τόν ἱερό χῶρο τῆς πίστεως ἀπορρίπτοντας τίς Ἱερές Εἰκόνες, εἶχαν σάν ἀπώτερο σκοπό τήν ἀπόρρι-ψη τοῦ Μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μή δεχόμενοι τήν ἀπεικόνιση τῆς θεανδρικῆς μορφῆς τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπέρριπταν στήν οὐσία τήν σάρκωσή Του ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ὑπερμαχῶντας ἡ Ἐκκλησία γιά τίς ἅγιες εἰκόνες, δέν ἀγωνιζόταν μόνο γιά τόν διδακτικό τους προορισμό, οὔτε γιά τόν αἰσθητικό τους χαρακτῆρα, ἀλλά πρωτίστως γιά τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας, πού εἶναι τό δόγμα τῆς θείας ἐνανθρω-πήσεως, δηλαδή τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτήν τήν ἀλήθεια ὑπογραμμίζει ὁ ἱερός ὑμνογράφος στή σημερινή Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου: «Σαρκός τό ἐκτύπωμα ἀναστυλοῦντες σου Κύριε σχετικῶς ἀσπαζό-μεθα τό μέγα μυστήριον τῆς οἰκονομίας τῆς σῆς ἐκδηλοῦντες».[1]

Τιμῶντας τίς Ἱερές Εἰκόνες, ἐκδηλώνουμε τήν πίστη μας στό μέγα μυστή-ριο τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Κυρίου μας. Ἐφ’ ὅσον «ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός περιεγράφη σαρκούμενος»,[2] ἄρα καί ἐμεῖς, τυπώνοντας αὐτήν τή θεαν-δρική μορφή σέ Εἰκόνα, προσκυνοῦμε τή Γέννηση, τά θαύματα καί τή Σταύρωση.

Ἔτσι, «προφητικαῖς ἑπόμενοι ῥήσεσι καί ἀποστολικαῖς παραινέσεσι»[3] καί μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία διά τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅρισε τήν τοποθέτηση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων στούς Ἱερούς Ναούς, ὥστε μέ τή θέα τοῦ εἰκονιζομένου προσώπου νά φανερώνεται μέ αἰσθητό τρόπο ἡ ἀλη-θινή καί πραγματική καί ὄχι φανταστική ἐνανθρώπιση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Δεύτερον. Ὅταν τιμητικά προσκυνοῦμε μία εἰκόνα, δέν προσκυνοῦμε τό ὑλικό ἀπό τό ὁποῖο εἶναι αὐτή φτιαγμένη, ἀλλά προσκυνοῦμε τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἄλλωστε, δέν λατρεύεται ἡ εἰκόνα ὡς ὕλη,  ἀλλά ὁ ἐν αὐτῇ εἰκονιζό-μενος καί προσκυνούμενος Χριστός, καί τιμῶνται τά πρόσωπα τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων. Ἡ ὑπόμνηση τοῦ θαυμαστοῦ Ἱεράρχου τῆς Καισαρείας εἶναι χαρακτηριστική : «Ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει».[4]

Αὐτή τήν ἀλήθεια ἀκολουθοῦν καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς Χριστιανοί ὅλων τῶν ἐποχῶν. Δέν εἴμαστε εἰδωλολάτρες. Δέν λατρεύουμε τήν ὕλη, δέν λατρεύουμε τήν κτίση, ἀλλά τόν Κτίσαντα, τόν Δημι-ουργό. Δέν προσκυνοῦμε κανένα κτίσμα, οὔτε ὑλικό, οὔτε φυσικό φαινόμενο, οὔτε κατάσταση ὑπερφυσική, οὔτε πνεύματα, οὔτε ἀόρατα ἤ ὁρατά σημεῖα δυνάμεως, οὔτε ἀνθρώπους, οὔτε ἄρχοντες, οὔτε ἐξουσιαστές, οὔτε τυράννους.

Ἀλλά, «Προσκυνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον».

Προσκυνοῦμε καί δοξάζουμε μόνον τόν ἀληθινό Θεό ἡμῶν διά τῆς Πανα-χράντου Ἁγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων, διά τῶν ὁποίων «θαυμαστός ὁ Θεός».

Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καί προσκυνοῦμεν τόν Κύριον τοῦ φωτός, τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, τόν Βασιλέα τῆς Δόξης, τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Λυτρω-τή τοῦ κόσμου, τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό, Τοῦ Ὁποίου εἰκονίζουμε τόσο τό θεϊκό Του πρόσωπο, ὅσο καί τά περιστατικά τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του.

Ὅταν ἀντικρύζουμε τήν Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ὁ νοῦς μας πηγαίνει στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί προσκυνοῦμε τόν Ἀναστάντα Κύριο. Ὅταν βλέπουμε τήν Εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως, ἡ καρδιά μᾶς ὁδηγεῖ στά φρικτά Πάθη τοῦ Κυρίου μας καί ἀναλογιζόμαστε τό μέγεθος τῆς σταυρικῆς θυσίας καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τό ἀχάριστο καί πανοῦργο ἀνθρώπινο γένος. Ὅταν ἀσπαζόμαστε τήν Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, τῆς Ὑπαπαντῆς, τῆς Μεταμορφώσεως, τῆς Ἀναλήψεως, ἡ ὕπαρξή μας ἠλεκτρίζεται ἀπό τήν ἐνθύμηση τῶν γεγονότων αὐτῶν καί εὐθυγραμμιζόμαστε καί πάλι στήν κατεύθυνση πρός τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὅταν ἀσπαζόμαστε τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀσπαζόμαστε νοερῶς μέ δέος καί σεβασμό τήν ἴδια τήν Παναγία. Ὅταν φιλοῦμε τίς Εἰκόνες τῶν Ἁγίων, φιλοῦμε νοερῶς τούς ἴδιους τούς Ἁγίους. Ταυτόχρονα αἰσθανόμαστε (ἤ ὀρθό-τερα, ἔχουμε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα) ὅτι ἡ Παναγία μας καί οἱ Ἅγιοι (καί ὄχι τό τζάμι ἤ ἡ μπογιά) ἀκοῦνε τήν προσευχή μας καί νοιώθουμε τήν προστασία τους καί τήν ἀντίληψή τους.

Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας.

Καί μέ αὐτήν ἔζησαν οἱ Ἅγιοί μας.

Μέ αὐτή μεγαλούργησαν οἱ πρόγονοί μας.

Καί μέ αὐτήν πρέπει νά ζήσουμε κι ἐμεῖς.

Καί μέ αὐτήν θά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν γιά τήν αἰωνιότητα.

Ἄς ἱκετεύσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, σήμερα, πού εἶναι «ἡμέρα χαρμόσυνος»[5] καί πού ἀστράπτει καί λάμπει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «κεκοσμη-μένη ἀναστυλώσεσι τῶν ἁγίων εἰκόνων»,[6] νά μᾶς ἐνισχύσει ὁ Θεός στόν πνευ-ματικό ἀγῶνα τῆς ζωῆς,

νά μᾶς βοηθήσει νά φυλάξουμε βιώνοντας μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας αὐτόν τόν θησαυρό τῆς πίστεως, αὐτήν τή ζωογόνο Παράδοσή μας

καί νά μᾶς ἀξιώσει νά προσκυνήσουμε τά Ἄχραντα Πάθη Του, τόν Τίμιο Σταυρό καί τή λαμπροφόρο Ἀνάστασή Του. Ἀμήν.

Εὐχέτης πρός τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό

Ο   Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ   Σ Α Σ

Ο  ΣΙΣΑΝΙΟΥ  ΚΑΙ  ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


[1] Τροπάριο τῶν Αἴνων τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.

[2] Κοντάκιον ἑορτῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.

[3] Προοίμιον Συνοδικοῦ Ὀρθοδοξίας.

[4] Μεγάλου Βασιλείου, Περί Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. ιη΄, παρ. 45, ΕΠΕ 10,402.

[5] Αἴνοι τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.

[6] Αὐτόθι.