Εγκύκλιος 28 [Μεγάλη Παρασκευή 2021]

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Ἄφωνοι στεκόμαστε μπροστά στόν ματωμένο Σταυρό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ δέος ἀτενίζουμε τόν Σωτῆρα «ἄπνουν ὁρῶντες νεκρόν».[1] Μέ βαθιά συγκίνηση προσβλέπουμε στόν Λυτρωτή μας Χριστόν, τόν «σταυρωθέντα ὑπέρ ἡμῶν ἐπί Ποντίου Πιλάτου καί παθόντα καί ταφέντα».[2] Καί μέ πηγαία εὐλάβεια ἀναφω-νοῦμε: «Ὢ τῶν θαυμάτων τῶν καινῶν! ὢ ἀγαθότητος! ὢ ἀφράστου ἀνοχῆς! ἑκὼν γὰρ ὑπὸ γῆς σφραγίζεται, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν».[3]

Πραγματικά, μέγα τό μυστήριο τῆς Θείας Σταυρώσεως! Μέγα τό Μυστήριον τῆς τοῦ Θεοῦ Μακροθυμίας! Πῶς «κρεμᾶται ἐπί ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας;».[4] Τό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ:

τό σύμβολον τοῦ θριάμβου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ,

τό ὅπλο τῆς εἰρήνης,[5]

τό ἔμψυχον ξύλον τῆς σωτηρίας.[6]

Ἐπιτρέψτε μου, πολύ σύντομα, νά ἀναφερθῶ σέ ἕνα ὑπέροχο τροπάριο τῶν Μακαρισμῶν πού ψάλλουμε στήν κατανυκτική  Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς: «Διὰ ξύλου ὁ Ἀδάμ, Παραδείσου γέγονεν ἄποικος. Διὰ ξύλου δὲ σταυροῦ, ὁ Λῃστὴς Παράδεισον ᾤκησεν. Ὁ μὲν γὰρ γευσάμενος ἐντολὴν ἠθέτησε τοῦ ποιήσαντος. Ὁ δὲ συσταυρούμενος, Θεὸν ὡμολόγησε τὸν κρυπτόμενον. Μνήσθητι καὶ ἡμῶν Σωτήρ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου».[7] Δηλαδή: « Ἐξαιτίας τοῦ ξύλου, ὁ Ἀδάμ ἔφυγε ἀπό τόν Παράδεισο. Ἐξαιτίας ὅμως τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ, ὁ ληστής ἔγινε κάτοικος τοῦ Παραδείσου. Ὁ ἕνας, ἀφοῦ γεύθηκε, ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Πλάστη. Αὐτός ὅμως πού σταυρώθηκε μαζί μέ τόν Χριστό, ὁμολόγησε τόν Θεό πού κρυβόταν (κάτω ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα). Σωτήρα, θυμήσου κι ἐμᾶς στή Βασιλεία Σου».

Ἑρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τό συγκινητικό αὐτό τροπά-ριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τονίζει χαρακτηριστικά πώς «ἂν καὶ ὁ Κύριός μας νίκησε καὶ ἔστησε τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Γιατὶ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ μέσα ποὺ μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν νίκησε ὁ Χριστός».[8] Καί ποιά εἶναι αὐτά; «Παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος τῆς ἡμετέρας ἥττης γέγονε τὰ σύμβολα. Αὐτὰ τὰ ὅπλα ἔλαβε, καὶ τούτοις αὐτὸν κατηγωνίσατο».[9]

Πρῶτον. Ἡ Παρθένος. Ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ καί ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράδεισο ἔγινε διά τῆς Εὔας. Καὶ πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δὲν γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ἡ ἀνυπακοή τῆς πρώτης Εὔας ἀντισταθμίσθηκε μέ τήν ὑπακοή τῆς Δευτέρας Εὔας, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία κατέστη «τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις»[10] καί «αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως»,[11] ἀφοῦ στά πανάχραντα σπλάχνα της ἑνώθηκε ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως»[12] στό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γενόμενη «πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν» καί θρόνος τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως.

Διά τῆς Εὔας ὁ θάνατος, διά τῆς Παναγίας ἡ Ζωή.

Διά τῆς Εὔας τό σκότος, διά τῆς Παναγίας τό Φῶς.

Δεύτερον. Τό ξύλον. Ξύλο ἦταν τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, στό κέντρο τοῦ Παραδείσου. Τό ξύλο αὐτό ὑπῆρξε τό ἀγκίστρι μέ τό ὁποῖο ἀγκιστρώθηκε ὁ ἄνθρωπος στήν ἁμαρτία καί κατόπιν στόν θάνατο. Ἐνῶ τό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ κατέστη τό ἀγκίστρι πού φυλάκισε τόν θάνατο καί ἀπελευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου.

Καί τό ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε τούς ἀνθρώπους στόν ἄδη, τό Ξύλο ὅμως τοῦ Σταυροῦ ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ ἄδη καί ξανάφερε πίσω ὅσους εἶχε ὁ ἄδης καταπιεῖ.

Κοντά στό πρῶτο ξύλο νίκησε ὁ διάβολος τόν Ἀδάμ. Κοντά στό Σταυρό νίκησε ὁ Χριστός τόν διάβολο.

Ἐκεῖνο τό ξύλο τοῦ Παραδείσου ἔκρυψε τόν νικημένο ἄνθρωπο σάν αἰχμάλωτο καί γυμνό. Αὐτό τό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔδειξε σέ ὅλους τόν Νικητή τοῦ θανάτου γυμνό καί καρφωμένο ψηλά, συνεχίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος.

Στό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ἄρχισε νά γράφεται τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐνῶ διά τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὁ Χριστός ἔσχισε καί κατήργησε τό χειρόγραφο αὐτό τῶν ἁμαρτιῶν μας.

Τρίτον. Ὁ θάνατος. Θάνατος ἦταν ἡ τιμωρία τοῦ Ἀδάμ. Τώρα ὅμως στή θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου μας. Ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, ἀκόμη κι ἄν ἦταν δίκαιοι. Ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνέστησε πραγματικὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν, ἀκόμη κι ἄν ἦταν ἄδικοι.

Ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ κατέστρεψε τόν ἄνθρωπο. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔσωσε τόν ἄνθρωπο.

Μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ ὁ θάνατος ἦταν φοβερός γιά τόν ἄνθρωπο. Μετά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φοβερός γιά τόν θάνατο, ἀφοῦ πλέον δέν ὀνομάζεται θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος.

Ἀπὸ θνητοὶ ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπὸ νεκροὶ ἀναστηθήκαμε, ἀπὸ νικημένοι γίναμε νικητές! «Ποιὸς μπορεῖ», λοιπόν, «νά διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;». Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ Σταυροῦ. Αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς Ἀνάστασης, ὑπογραμμίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος.[13]

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Μικροί καί ἄσημοι, ἁμαρτωλοί τρισάθλιοι, στεκόμαστε μπροστά στόν Ἐσταυ-ρωμένο Κύριο καί πάλι σήμερα.

Πλούσιοι καί πτωχοί, μικροί καί μεγάλοι, ὑγιεῖς καί ἀσθενεῖς ἀτενίζουμε μέ λαχτάρα καί πόθο τόν Νικητή τοῦ θανάτου, τόν Χορηγό τῆς Ζωῆς.

Ἀγωνιστές καί ράθυμοι, «νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες»,[14] ὅλοι ἀνεξαι-ρέτως, ἀντικρύζουμε τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου.

Φορτωμένοι στούς ὤμους μας τήν φθοροποιό ἁμαρτία, τά πάθη μας, τά λάθη μας, τίς ἀδυναμίες μας, τίς ἐνοχές μας, προσπαθοῦμε νά θρέψουμε τόν ἑαυτό μας μέ τά ξυλοκέρατα, πού ὁ σκοτεινός κόσμος μᾶς προσφέρει.

Εὑρισκόμενοι, ὅμως, ὑπό τήν Σκιά τοῦ Ζωοποιοῦ Ξύλου τοῦ Σταυροῦ, ἄς ἀναθαρρήσουμε, ἄς ἀνανήψουμε, ἄς σηκωθοῦμε, διότι ὁ Χριστός εἶναι ὁ τελικός καί μοναδικός Νικητής.

Ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος εἶναι «Θεοῦ σοφία καί Θεοῦ δύναμις».[15]

Εἶναι τό «τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τέλος».[16]

Εἶναι «ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων».[17]

Ἄς παύσουμε, λοιπόν, νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό φρόνημα τῆς σαρκός.

Ἄς σταματήσουμε νά κινούμαστε κατά τάς ἐντολάς τοῦ ἀντικειμένου.

Ἄς ἐπιμείνουμε νά πορευόμαστε σύμφωνα μέ τό φρόνημα τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος.

Ἄς ὑποσχεθοῦμε ὅτι θά ἀγωνιζόμαστε φιλότιμα νά βιώνουμε τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου στή ζωή μας.

Ἄς νικοῦμε τό κακό πράττοντας τό ἀγαθό, μέ τή δύναμη τοῦ Τιμίου καί Ζωο-ποιοῦ Σταυροῦ,

καί μαζί μέ τούς ἱερούς ὑμνογράφους, μαζί μέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, ἄς πλησιάσουμε τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας καί ἄς τοῦ ποῦμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας:

«Προσκυνοῦμεν Σου τά Πάθη, Χριστέ.

Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν». Ἀμήν.

Εὐχέτης πρός τόν Σταυρωθέντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό

Ο   Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ   Σ Α Σ

Ο  ΣΙΣΑΝΙΟΥ  ΚΑΙ  ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


[1] Ὠδή θ΄ Κανόνος Ὄρθρου Μεγ. Σαββάτου

[2] Σύμβολον τῆς Πίστεως

[3] Ὠδή η΄ Κανόνος Ὄρθρου Μεγ. Σαββάτου

[4] Δοξαστικόν ΙΕ΄ Ἀντιφώνου Ὄρθρου Μεγάλης Παρασκευῆς

[5] Χαιρετισμοί Τιμίου Σταυροῦ

[6] Αὐτόθι

[7] Μακαρισμοί Ὄρθρου Μεγάλης Παρασκευῆς

[8] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, κεφ. Β, PG 52,767-768

[9] Αὐτόθι

[10] Χαιρετισμοί εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον

[11] Τροπάριον ΣΤ΄ Ὠδῆς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου

[12] Ὅρος Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

[13] Τοῦ Ἰδίου, ἔνθ΄ ἀνωτ. Κεφ. γ΄, 768

[14] Τοῦ Ἰδίου, Κατηχητικός Λόγος

[15] Α’ Κορ. 1,24

[16] Ἀποκ. 22,13

[17] Α΄ Τιμ. 6,15