Εγκύκλιος 60 [Προτρεπτική πιστών προ Χριστουγέννων 2023]

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Φθάσαμε πρό τῶν πυλῶν τῆς μεγάλης καί ἀποκλειστικά χριστιανικῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἐξαιτίας τῆς μεγάλης Του ἀγάπης πρός ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς καί ἀχάριστους ἀνθρώπους, ὁ Θεός θέλησε νά κατέβει ἀπό τόν οὐρανό καί νά μᾶς σώσει. Ὁ Θεός, πού προϋπῆρχε, ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει γιά πάντα, γίνεται ἄνθρωπος, χωρίς νά παύει νά εἶναι Θεός.

Οὔτε ἔγινε ἂνθρωπος, χάνοντας τήν θεότητά Του, οὔτε ἔγινε προοδευτικά Θεός ξεκινῶντας ἀπό ἄνθρωπος, ἀλλά, εἶναι καί παραμένει τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Λόγος, πού ἔγινε ἀναμάρτητος ἄνθρωπος μέ ἀμετάβλητη τήν θεία Του φύση.

Γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Θεό Πατέρα, μέ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας γνωρίζει («Φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί», λέμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως»). Καί τίς ἡμέρες αὐτές, γεννιέται ἀπό τήν Παρθένο Μαρία μέ ὑπερφυσικό τρόπο, πού μόνο το Ἅγιο Πνεύμα γνωρίζει («κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα», λέμε πάλι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως).

Ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν, δηλαδή ὁ προαιώνιος Θεός, ἔγινε παιδί.

Αὐτός πού κάθεται σέ ὑψηλό θρόνο, τοποθετεῖται σέ φάτνη.

Αὐτός πού εἶναι ἄυλος καί ἀσώματος, κρατεῖται σέ ἀνθρώπινη ἀγκαλιά.

Αὐτός πού σπάει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σέ σπάργανα[1].

Καί ὅλα αὐτά, ἐπειδή Αὐτός τό θέλησε! Τό θέλησε καί τό ἔκανε! Αὐτός τό ἐπιθυμεῖ! Γιατί εἶναι ὁ Δεσπότης τῆς φύσεως, ὁ «Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον»[2], «ὁ Ὤν ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, τό Α καί τό Ω»[3], ἡ ἀρχή καί τό τέλος.

Ἐτοιμαζόμαστε, λοιπόν, πυρετωδῶς νά ὑποδεχθοῦμε στόν κόσμο μας, στήν πατρίδα μας, στά σπιτικά μας καί στίς καρδιές μας τόν μοναδικό Σωτῆρα τοῦ κόσμου, τόν Χριστό μας. Πῶς ὅμως θά Τόν ὑποδεχθοῦμε;

Ἦρθαν οἱ ποιμένες νά δοῦν τόν καλό Ποιμένα καί κρατοῦσαν στά χέρια τους τήν καθαρότητα καί τήν θυσία.

Ἦρθαν οἱ Ἄγγελοι νά ὑμνήσουν τόν Κύριο τῆς δόξης καί κρατοῦσαν τόν δοξολογικό ὕμνο.

Ἦρθαν οἱ μάγοι νά προσκυνήσουν τόν Βασιλέα τῶν πάντων καί κρατοῦσαν στά χέρια τους τά σύμβολα τῆς ἐξουσίας τοῦ Κυρίου, «χρυσόν καί λίβανον καί σμύρνα»[4].

Ἦρθαν οἱ δοῦλοι νά προσκυνήσουν Ἐκεῖνον, πού «ἔλαβε δούλου μορφήν», γιά νά μετατρέψει τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ σκότους σέ ἐλευθερία[5].

Ἐμεῖς θά πᾶμε νά συναντήσουμε τόν Χριστό; Ὅταν θά Τόν συναντήσουμε, θά Τόν ἀναγνωρίσουμε; Θά Τόν προσκυνήσουμε; Θά Τόν ἀγκαλιάσουμε; Τί θά κρατᾶμε στά χέρια μας, ὅταν θά χτυπήσει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας; Πῶς θά Τόν καλωσορίσουμε;

Ἐάν θέλουμε νά γιορτάσουμε πραγματικά Χριστούγεννα καί νά μήν μᾶς καταπιεῖ ἡ ἀνατριχίλα τῆς μοναξιᾶς καί τό σκοτάδι τῆς ἀπόγνωσης, τότε θά πρέπει νά ὑποδεχθοῦμε τόν Χριστό, κρατῶντας καί δίνοντάς Του ὡς δῶρο, τήν ἴδια τήν καρδιά μας.

Θά κρατᾶμε στά χέρια μας τίς καλές μας πράξεις, ὅ,τι καλό προσφέραμε στόν πλησίον,  δεῖγμα τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας πρός τούς ἄλλους.

Θά κρατᾶμε στά τρυπημένα χέρια μας τούς ὀρούς καί τά φάρμακα, δεῖγμα τῆς ὑπομονῆς καί τῆς πίστης μας στις ἀσθένειες και στις δοκιμασίες.

Θά κρατᾶμε στά χέρια μας τό μαντήλι μέ τόν τίμιο ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας, δεῖγμα τῆς θυσίας μας πρός τόν συνάνθρωπο.

Θά κρατᾶμε στά χέρια μας τό ποτήρι, πού γεμίσαμε μέ τά δάκρυα τῆς προσευχῆς καί τῆς συμπαράστασης στούς πενθοῦντες ἀδελφούς μας.

Θά κρατᾶμε στά χέρια μας τό αἷμα, πού δώσαμε ὑπερασπιζόμενοι τήν πατρίδα, τούς ἀδυνάτους, τήν οἰκογένειά μας, καθώς καί τό αἷμα πού δώσαμε γιά κάποιον ἀσθενή.

Θά κρατᾶμε στά χέρια μας τίς ἁμαρτίες μας καί θα τίς προσφέρουμε γιά νά τίς συγχωρήσει καί νά τίς ἀπαλείψει.

Θά κρατᾶμε στά χέρια μας τήν ἀγάπη, τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα μας σέ Ἐκεῖνον, πού πρῶτος μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, ὅσο κανένας ἄλλος.

Καί μόλις ὁ Χριστός εἰσέλθει στήν καρδιά μας, μέ τήν μετάληψη τοῦ Ἀχράντου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματός Του, μόλις ἀνοίξουμε τίς πόρτες τῆς ψυχῆς μας καί μπεῖ μέσα, τότε θά μείνει μαζί μας, θά φωτίσει ὅλη τήν ὕπαρξή μας καί θά μᾶς δώσει τά δικά Του ἀθάνατα δῶρα :

Τό Φῶς, …. Τήν Ζωή, …. Τόν Παράδεισο, …. Τήν Ἀλήθεια, ….

Τήν χαρά καί τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, …. Τόν ἴδιο Του τόν Ἑαυτό!

Καί ὡς παιδιά Του θά κληρονομήσουμε τά ὑπερκόσμια ἀγαθά τῆς ἐπουρανίου βασιλείας Του, «ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδέ σής διαφθείρει»[6].

Εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τά φετινά Χριστούγεννα νά εἶναι φωτεινά, λαμπερά, γεμᾶτα φῶς Χριστοῦ, ἀγάπη καί εἰρήνη, χαρά καί πνευματική ἀγαλλίαση, εὐλογία καί χάρη Θεοῦ.

 

Καλό καί εὐλογημένο Ἱερό Δωδεκαήμερο!

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΣ

Ο  ΣΙΣΑΝΙΟΥ  ΚΑΙ  ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


[1] Μέγας Ἀθανάσιος, Εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ (dubia), κεφ. 1, PG 28, 960-961.

[2] Α΄ Τιμ. στ’, 15-16.

[3] Ἀποκ. α’, 8.

[4] Ματθ. β’, 11.

[5] Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 56, 387.

[6] Λουκ. ιβ’, 33.