Χριστούγεννα! ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Πανηγυρίζουμε σήμερα τό μεγάλο καί παράδοξο θαῦμα τῆς Σαρκώσεως τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί γεμᾶτοι θαυμασμό ψάλλουμε:
«Μέγα καί παράδοξον θαῦμα, τετέλεσται σήμερον! Παρθένος τίκτει καί μήτρα οὐ φθείρεται· ὁ Λόγος σαρκοῦται καί τοῦ Πατρός οὐ κεχώρισται. Ἄγγελοι μετά Ποιμένων δοξάζουσι, καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς ἐκβοῶμεν· Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καί ἐπί γῆς εἰρήνη».
Καί γιά νά παρουσιάσει αὐτήν τήν ἐν σαρκί ἐπιδημία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στό ἀνθρώπινο γένος καί στήν ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ ὡς πλέον κατάλληλη μία ἔκφραση. Καί αὐτή εἶναι ἡ λέξη «πτωχεία».
«Γινώσκετε», γράφει ὁ θεοφόρος Ἀπόστολος πρός τούς Κορινθίους τῆς ἐποχῆς του, «τήν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι΄ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε»[1], δηλαδή, «γνωρίζετε τήν γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά χάρη σας, ὅτι, ἄν καί ἦταν πλούσιος, ἔγινε πτωχός, γιά νά γίνετε ἐσεῖς πλούσιοι μέ τήν πτωχεία ἐκείνου».
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ ἀποκρύπτει τό μεγαλεῖο τῆς Θεότητός Του κάτω ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση καί ὁ τέλειος Θεός ζεῖ ὡς τέλειος ἄνθρωπος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, μέ ταπείνωση καί πτωχεία ὑλική, μέ σκοπό νά πλουτήσει ὁ πάμφωτος ἄνθρωπος μέ ἀληθινό πλοῦτο: ἀρετές, φῶς καί σωτηρία.
Πτωχός ὁ Θεός.
«Ὁ περιπατών ἐπί πτερύγων ἀνέμων»,[2] καθώς ψάλλει ὁ Προφήτης Δαυίδ, «ὁ καθήμενος ἐπί θρόνου δόξης» καί ὑμνούμενος ὑπό τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων γεννᾶται ἐν χρόνῳ, καί μέ τήν θέλησή του γίνεται ἄνθρωπος «διά φιλανθρωπίαν», λόγῳ, δηλαδή, τῆς ἀγάπης του πρός τό ἀνθρώπινο γένος. Ἔτσι, λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση, προκειμένου νά τήν θεραπεύσει ἀπό τήν ἁμαρτία, νά τήν ἁγιάσει μέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά τήν ἑνώσει μέ τήν θεία φύση, νά τήν δοξάσει μέ τήν ἀνάστασή Του καί νά τήν ἀνεβάσει μέ τήν ἀνάληψή Του, στά δεξιά τοῦ θρόνου τῆς Θείας Μεγαλοσύνης.
Αὐτός ὁ ὁποῖος ἀναπαύεται ἐπί τῶν Χερουβείμ, ἀνακλίνεται ὡς βρέφος στήν φάτνη τῶν ἀλόγων. Καί οἱ Μάγοι ἐξ ἀνατολῶν ἐξεπλήσσοντο, ὄχι ἀπό σκῆπτρα καί θρόνους, ἀλλά ἀπό τήν ἔσχατη πτωχεία. Πόσο συγκινητικός εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου τῆς Ἐκκλησίας: «Τί γάρ εὐτελέστερον σπηλαίου; Τί δέ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητος πλοῦτος»[3].
Αὐτός, εἰς τόν Ὁποῖον ὑποτάσσονται τά πάντα, ὑποτάσσεται στήν Παναγία Μητέρα Του, ἡ ὁποία διακονεῖ τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὑποτάσσεται ταυτόχρονα καί στόν κατά ἄνθρωπο προστάτην του, τόν Δίκαιο Ἰωσήφ. Καί βλέποντας τό μυστήριο αὐτό τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ: «Εἶδες πλοῦτο μέσα στήν μεγάλη φτώχεια; … Ὅλα πτωχείας ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέμοντα, πῶς οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνήν εἶχεν, ἀλλά ἐπί ξηρᾶς ρίπτετο φάτνης». Καί συνεχίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Πῶς ἐνῶ εἶναι πλούσιος, ἔγινες πτωχός γιά ἐμᾶς; … Ὦ πτωχεία πού ἔγινες πηγή πλούτου! ὦ ἀμέτρητε πλοῦτε, πού κρύβεσαι κάτω ἀπό τό ἔνδυμα τῆς πτωχείας! (Ὁ Χριστός) εἶναι ξαπλωμένος στήν φάτνη, ἐνῶ ταυτόχρονα σαλεύει τήν οἰκουμένη· εἶναι τυλιγμένος μέ σπάργανα, καί συγχρόνως σπάει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας»[4].
Ἔτσι, Τόν βλέπουμε νά πεινᾶ, νά διψᾶ, νά κοιμᾶται, νά δακρύζει, ἀλλά καί νά ἐμπαίζεται καί νά συκοφαντεῖται καί τέλος νά σταυρώνεται ἀπό τούς ἀχαρίστους εὐεργετημένους· ἀλλά καί νά ἀνασταίνεται τριήμερος ἐκ τῶν νεκρῶν καί νά ἀναλαμβάνεται εἰς τούς οὐρανούς.
Πτωχός ο Θεός.
Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀνέκφραστος καί ἀκατάληπτος, ταπεινώνει τόν ἑαυτό Του καί γίνεται ὑπήκοος μέχρι θανάτου, «θανάτου δέ σταυροῦ» κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου[5].
Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος προνοεῖ καί συντηρεῖ ὁλόκληρη τήν δημιουργία, συντηρεῖται καί τρέφεται ἀπό τούς ἄλλους. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος διακυρήσσει ὅτι «οἱ ἀλώπεκες φωλεούς ἔχουσι καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δέ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ»[6].
Ἔτσι, μέ αὐτή τήν πτωχεία τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς, πού πιστεύουμε στό ὄνομά Του καί στήν ἀποστολή Του, γίναμε πλούσιοι πνευματικά. Ἡ πτωχεία τοῦ Χριστοῦ μᾶς χάρισε τό μέγιστο ἀγαθό, πού εἶναι οἱ γνώσεις τοῦ θελήματός Του, ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου Του, ὁ γνήσιος τρόπος ζωῆς, ἡ σωστή θεραπεία μας ἀπό τά πάθη καί ἡ πολυπόθητη εἴσοδός μας στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Καί, ἐνῶ εἴμασταν πτωχοί στίς ἀρετές καί στήν ἁγιότητα, καί εἴχαμε ὁμοιάσει, κατά τήν ἔκφραση πάλι τοῦ προφήτη Δαυίδ, μέ τά ἄλογα ζῶα[7], τώρα, μέ τό γεγονός τῆς Σαρκώσεως μᾶς χαρίζει ἄφθονα τά πνευματικά χαρίσματα· κυρίως μᾶς κάνει «κοινωνούς θείας φύσεως»[8].
Καί αὐτό τό βλέπουμε στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων μας, πού, ἄν καί εἶναι ἁπλοί ἄνθρωποι σάν καί ἐμᾶς, φθάνουν στόν ὑπέρτατο βαθμό τῆς ἁγιότητος, ὥστε νά βλέπουν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, νά συνομιλοῦν μαζί Του, νά εἶναι οἱ φίλοι Του καί συγχρόνως οἱ θερμότατοι πρεσβευτές γιά ὅλους μας στόν θρόνο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἑκούσια αὐτή πτωχεία του, μᾶς χαρίζει, ἀκόμη, καί τήν δυνατότητα τῆς υἱοθεσίας. Λέγει χαρακτηριστικά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅτε δέ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»[9]. Καί ἔτσι, «ὅσοι ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ»[10].
Εἴμαστε, λοιπόν, παιδιά τοῦ Θεοῦ.
Εἴμαστε ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ.
Εἴμαστε κληρονόμοι καί συγκληρονόμοι Χριστοῦ[11].
Καί ὅλα αὐτά τά ὀφείλουμε στήν πτωχεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔγινε πηγή πλούτου γιά ἐμᾶς.
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
«Χριστός γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστός ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε. Χριστός ἐπί γῆς· ὑψώθητε» ψάλλουν οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας χρησιμοποιώντας τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Γεννᾶται καί πάλι ὁ Χριστός μέσα στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ψάχνει νά βρεῖ καί σήμερα μία ταπεινή φάτνη, προκειμένου νά ἀνακλιθεῖ καί νά μείνει ὡς ὁ μεγάλος ἔνοικος μαζί μέ τόν ταπεινό στήν καρδιά, πού διαθέτει αὐτόν τόν κατάλληλο χῶρο.
Διαθέτουμε αὐτήν τήν ταπεινή φάτνη, τό σπήλαιο τῆς καρδιᾶς καθαρά ἀπό ἄλογα ζῶα;
Ἔχουμε προετοιμάσει αὐτόν τόν χῶρο μέ τό ἄχυρο τῆς ἁπλότητος καί τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης;
Ἔχουμε συνηθίσει στήν μικρότητα καί στήν ἀγαθότητα τῆς καρδιᾶς, προκειμένου νά χωρέσει ὁ ἀχώρητος Κύριος;
Ἔχουμε μάθει νά ἀποδεχόμαστε τήν ρυπαρότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας;
Ἔχουμε μάθει νά χρησιμοποιοῦμε ἀληθινά τήν ἑκούσια μετάνοια, γιά νά ὑποδεχθοῦμε στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς μας τόν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ;
Εἴμαστε ἔτοιμοι, ὥστε νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά μας καί νά μᾶς πλουτήσει μέ τόν ἀμέτρητο πλοῦτο τῆς Θεότητός Του;
Αὐτά θά πρέπει νά εἶναι καί τά ἐρωτήματά μας σήμερα: ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μας, στήν οἰκογένειά μας, στήν κοινωνία μας, στήν πατρίδα μας. Ἡ σωστή τοποθέτησή μας ἀπέναντι σ΄ αὐτά, θά ἔχει συγχρόνως καί ὡς συνέπεια τήν πνευματική μας ἀναγέννηση καί τόν ἀληθινό ἑορτασμό αὐτῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς, πού εἶναι ἡ μητρόπολη ὅλων τῶν ἑορτῶν[12].
Αὐτό σᾶς εὔχομαι καί ἐγώ μέσα ἀπό τήν καρδιά μου, ὡς ἐπίσκοπός σας, ἀδελφός σας καί πατέρας πνευματικός.
Αὐτήν τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς πίστεως, σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους, καθώς καί τούς ἀποδήμους ἀδελφούς μας καί ὅσους βρίσκονται στό κρεβάτι τοῦ πόνου, ἀδελφικά καί πατρικά. Καί σᾶς εὔχομαι ὑγεία ψυχική καί σωματική, καθώς καί πλούσια τήν εὐλογία τοῦ πτωχεύσαντος γιά τήν δική μας σωτηρία Δεσπότου Χριστοῦ.
Εὐχέτης πρός τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό
Ο Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ Σ Α Σ
Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
[1] Β΄ Κορ. 8,9
[2] Ψαλμ. 103,3
[3] Ὑπακοή Ὄρθρου ἑορτῆς
[4] Ἅγιος Ἰωάννης Ὁ Χρυσόστομος, Λόγος εἰς τό γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 56,392
[5] Φιλ. 2,8
[6] Ματθ. 8,20
[7] «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ψαλμ. 48,13
[8] Β΄ Πετρ. 1,4
[9] Γαλ. 4,4-5
[10] Ἰω. 1,12
[11] Ρωμ. 8,17
[12] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Εἰς τὀν μακάριον Φιλογόνιον γενόμενον ἀπό δικολόγου ἐπίσκοπος, καί ὅτι τοῦ προνοεῖν τῇ κοινῇ συμφερόντων οὐδέν ἴσον εἰς εὐδοκίμησιν παρά τῷ Θεῷ, καί ὅτι τό ῥᾳθύμως προσιέναι τοῖς θείοις μυστηρίοις κόλασιν ἀφόρητον ἔχει, κἄν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦτο τολμήσωμεν. Ἐλέχθη δέ πρό πέντε ἡμερῶν τῆς Χριστοῦ γεννήσεως, Λόγος ΣΤ΄, κεφ.γ΄, 48,752D