Εγκύκλιος 8 [Πρωτοχρόνια 2020]

Στεκόμαστε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιά μιά ἀκόμη φορά κατά τήν ἐπίγεια πορεία μας στό κατώφλι τοῦ καινούργιου χρόνου. Ζοῦμε τήν συμβατική ἀλλαγή του καί συγχρόνως συνειδητοποιοῦμε μία μεγάλη εὐλογία πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, καί πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν παράταση τῆς ζωῆς μας.

Πανηγυρίζουμε τήν εἴσοδο τοῦ νέου πολιτικοῦ ἔτους. Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τήν ἀνέκφραστη αὐτή δωρεά καί Τόν παρακαλοῦμε ταυτόχρονα μέ τήν ἄπειρη φιλανθρωπία Του, ἀφοῦ «μορφήν ἀναλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβε», νά εὐλογήσει τήν καινούργια περίοδο.

Εὐχόμαστε, ἐπίσης, αὐτός ὁ χρόνος νά εἶναι καλύτερος ἀπό τόν προηγούμενο. Προσδοκοῦμε μία ἀλλαγή, καλλιεργοῦμε κάποια ὄνειρα καί τρέφουμε ἐλπίδες πώς θά τά πράγματα θά πᾶνε καλύτερα. Ἄλλωστε, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πάντοτε στραμμένο τό βλέμμα του πρός τό μέλλον, τόν συναρπάζει τό καινούργιο, τό καλύτερο, τό ἀληθινό καί τό ὡραιότερο. Μέ τό σκεπτικό αὐτό, ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς κατά τήν διάρκεια τοῦ χρόνου μοιάζει μέ ἕναν δρομέα πού ἀγωνίζεται νά πετύχει ὅ,τι καλύτερο γιά τήν ζωή του.

Ἐπιτρέψτε μου, τήν γιορτινή αὐτήν ἡμέρα, νά ὑπενθυμίσω στήν ἀγάπη σας μία προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού πιστεύω ὅτι θά φανεῖ ὠφέλιμη καί ἀποδοτική γιά τόν καθένας μας. «Ἀδελφοί» γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς κατοίκους τῶν Φιλίππων τῆς ἑλληνικότατης Μακεδονίας μας, «λησμονῶ τά παλαιά καί προχωρώντας πρός ἐκεῖνα πού εἶναι ἐμπρός, τρέχω πρός τό τέρμα, πρός τό βραβεῖο τῆς ἐπουρανίου κλήσεως τοῦ Θεοῦ διά Χριστοῦ Ἰησοῦ».[1]

Τί σημαίνει ὅμως αὐτός ὁ φοβερός λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «τρέχω πρός τό τέρμα» ἤ κατά τό πρωτότυπο κείμενο «κατά σκοπόν διώκω»;

Πρῶτον. Αὐτός ὁ λόγος φανερώνει ὅτι βρίσκομαι στήν τελική εὐθεία, προκειμένου νά ἐπιτύχω τόν στόχο μου, πού δέν εἶναι ἄλλος παρά ἡ εἴσοδός μου στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὡς δρομέας, ὁ κάθε Χριστιανός ἀποβάλλει τήν ραθυμία καί τήν χαλαρότητα, καί, χρησιμοποιώντας τήν ἀνδρεία, δηλαδή τήν γενναιότητα τῆς ψυχῆς, «τρέχει τόν προκείμενον ἀγῶνα ἀφορῶν εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν Χριστόν»[2]. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι σταματᾶ τήν ἐνοσχόλησή του μέ τά ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπιβίωσή του, οὔτε μέ ἐκεῖνα πού εἶναι δευτερεύοντα στήν παροῦσα ζωή, οὔτε διακόπτει τήν ἐπικοινωνία του μέ τό περιβάλλον τό στενό καί τό εὐρύτερο, ἀλλά ἐπικεντρώνει κυρίως τήν προσοχή του στό «βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως». Καί αὐτό τό βραβεῖο δέν εἶναι ἄλλο παρά «βασιλεία οὐρανῶν, ἀνάπαυσις αἰώνιος, δόξα μετά τοῦ Χριστοῦ, κληρονομία, ἀδελφότης, μύρια ἀγαθά»[3], θά ἐξηγήσει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Δεύτερον. «Κατά σκοπόν διώκω». Ἡ ἐμπειρία αὐτή τοῦ Ἀποστόλου, πού συνεχίζει τόν ἀγῶνα μέχρι τήν τελευταία του πνοή, δεικνύει τήν προσπάθεια γιά τήν κατάκτηση τῆς τελειότητος. Ἄλλωστε εἶναι χαρακτηριστική ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ: «ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστι»[4]. Καί αὐτή ἡ τελειότητα εἶναι ἀτέλεστος, δηλαδή ἀτέλειωτη, χωρίς τέλος. Καί, ἐνῶ σέ ὅλα τά ἄλλα τά ὁποῖα συμβαίνουν γύρω μας καί μετροῦνται μέ τίς αἰσθήσεις μας ἡ λεγομένη τελειότητα περικλείεται μέσα σέ ὁρισμένα ὅρια, γιά τήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς «ἕναν ὅρον ἐμάθομεν, διά τό μή ἔχειν αὐτήν ὅρον» θά παρατηρήσει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νύσσης[5]. Καί θά συμπληρώσει ὁ φιλόσοφος νοῦς τοῦ θεοφόρου πατρός: «ὅπως ὅταν σταματήσει ἡ ζωή ἔρχεται ὁ θάνατος, ἔτσι καί ὅταν σταματήσει ὁ ἀγῶνας πρός τήν ἀρετήν, ἀρχίζει ὁ κατήφορος πρός τήν ἁμαρτίαν»[6].

Ἀκολουθῶντας, λοιπόν, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, στήν ζωή μας πάντοτε θά πρέπει νά προχωροῦμε σέ περαιτέρω καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς, ἔνταση τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνος καί αὔξηση τοῦ ζήλου μας.

Ζητᾶ καθημερινά ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς, («ἔτι καί ἔτι» ὅπως ἀκοῦμε μέσα στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας). Ζητᾶ ὁ Θεός μεγαλύτερο φόβο, ἀνώτερη ζωή, περισσότερη ἀγάπη. Ζητᾶ ὁ Θεός πνεῦμα φιλανθρωπίας, θυσίας, καταδεκτικότητος, ταπεινώσεως, ὑπομονῆς καί ἁπλότητος.

Μέ τά μάτια μας, λοιπόν, προσηλωμένα στό «βραβεῖο τῆς ἄνω κλίσεως» ἄς «φερόμεθα ἐπί τήν τελειότητα»[7] καί «ἄς περιπατοῦμε ἀξίως τῆς κλίσεως ἥς ἐκλήθημεν»[8]. Ἄς προσπαθοῦμε ἐλεύθερα, σταθερά καί μέ συνέπεια νά διορθώνουμε τίς ἀδυναμίες μας,

νά συμπληρώνουμε τίς ἐλλείψεις μας,

νά θεραπεύουμε τά πάθη μας,

νά ἐπιτελοῦμε τήν διακονία μας,

νά καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές,

νά ἔχουμε ὅραμα στήν ζωή μας, στόχο καί σκοπό, τήν προσφορά μας στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο, δίδοντας καθημερινά μέ τή ζωή μας τήν μαρτυρία τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Μέσα στόν ἀδιάκοπο καί μονότονο ρυθμό τῆς ζωῆς μας καί στήν πληκτική καθημερινότητα, πού πολλές φορές μᾶς συνθλίβει ἀφοῦ χάνουμε τήν αἴσθηση τῆς προσευχῆς καί τῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό, χρειάζεται νά σχολάσουμε γιά λίγο ἀπό τίς βιωτικές μέριμνες,

νά ὑψώσουμε τήν καρδιά μας πρός τόν οὐρανό,

νά τήν θερμάνουμε μέ τήν προσευχή

καί νά τήν ἐνεργοποιήσουμε μέ τήν προσφορά τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης μας. Τότε θά διαπιστώσουμε τό τεράστιο μέγεθος τοῦ μηνύματος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος, κατά σκοπόν διώκω ἐπί τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Τότε καί οἱ δικές μας ἡμέρες καί οἱ ὧρες θά εἶναι γεμᾶτες ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν εὐλογία πού σάν αὔρα λεπτή θά μᾶς συνοδεύει στήν πορεία τῆς ζωῆς μας.

Σᾶς ἀγκαλιάζω σήμερα ὅλους μέ τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης μου. Σᾶς ἀσπάζομαι στό ὄνομα  τοῦ σαρκωθέντος καί περιτμηθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπευθύνω, ἐπίσης, τίς ἐγκάρδιες εὐχές μου στούς Σιατιστεῖς καί στούς Βοϊάτες πού βρίσκονται σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι καί ἀγωνίζονται τόν ἀγῶνα τόν καλόν τῆς ζωῆς καί μεγαλουργοῦν.

Εὔχομαι σέ ὅλους ὁ καινούργιος χρόνος νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό τήν χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔσται μεθ΄ ὑμῶν.

 

Ο   Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ   Σ Α Σ

Ο  ΣΙΣΑΝΙΟΥ  ΚΑΙ  ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


[1] «τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω ἐπί τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Φιλιπ. 3,14

[2] Πρβλ. Ἑβρ. 12,2

[3] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Εἰς τήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Ὁμιλία ΙΒ΄, κεφ. Β΄, PG 62,272Β

[4] Ματθ. 5,48

[5] Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως, PG 44,300D

[6] Αὐτόθι, «Ὡς γάρ τό τῆς ζωῆς τέλος ἀρχή θανάτου ἐστίν· οὔτω καί τοῦ κατ΄ ἀρετήν δρόμου ἡ στάσις ἀρχή τοῦ κατά κακίαν γίνεται δρόμου»

[7] Ἑβρ. 6,1

[8] Πρβλ. Ἐφεσ. 4,1